- ερεθιστικός
- -ή, -ό (AM ἐρεθιστικός, -ή, -όν) [ερεθίζω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερεθισμό, προκαλεί ερεθισμό, διεγερτικός, παροξυντικός, προκλητικός (α. «ερεθιστικά φάρμακα» β. «ερεθιστικοί λόγοι»).επίρρ...ερεθιστικώς και -ά (AM ἐρεθιστικῶς)με τρόπο που προκαλεί ερεθισμό.
Dictionary of Greek. 2013.